- άλογο
- Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές αναλογίες, καλύπτεται από τρίχωμα κοντό, λείο, ποικίλου χρώματος· το κεφάλι του είναι μακρουλό, με αφτιά μέσου μεγέθους, μυτερά ή στρογγυλωπά, πολύ ευκίνητα, που η θέση τους φανερώνει τη διάθεση του α.: τεντωμένα και προτεταμένα εκφράζουν φόβο, ανασηκωμένα ανησυχία και κατεβασμένα ηρεμία· ο τράχηλός του είναι μακρύς, πεπλατυσμένος στα πλάγια και έχει πυκνή χαίτη. Η οδοντοστοιχία του α. είναι πλήρης στα αρσενικά και σε κάθε ημιμόριο σιαγόνας του υπάρχουν 3 συμπιεσμένοι κοπτήρες κατάλληλοι να κόβουν το χορτάρι, ένας κυνόδοντας ελάχιστα ανεπτυγμένος, 3 προγόμφιοι και 3 γομφίοι με στεφάνη πεπλατυσμένη και με πολλές πτυχώσεις που χρησιμεύουν για τη μάσηση της τροφής. Ανάμεσα στους κοπτήρες και τον κυνόδοντα υπάρχει ένα τμήμα χωρίς δόντια που αποκαλείται φορεύς, γιατί σε αυτό στηρίζεται η στομίδα του χαλινού. Στο θηλυκό λείπουν συχνά οι κυνόδοντες. Tα πόδια του α. είναι λεπτά και οι αρθρώσεις τους, που αποκαλούνται συνήθως καρπός και ταρσός, αντιστοιχούν στον καρπό και στον αστράγαλο του ανθρώπου· κάτω από αυτές, κάθε άκρο αποτελείται μόνο από ένα οστό που αποκαλείται και κανών και αντιστοιχεί στο μετακάρπιο (μπροστινά πόδια) και στο μετατάρσιο (πίσω πόδια). Ακολουθούν προς τα κάτω οι τρεις φάλαγγες του τρίτου δαχτύλου, που είναι το μόνο ανεπτυγμένο (το δεύτερο και το τέταρτο δάχτυλο είναι ατροφικά και άχρηστα, ενώ το πρώτο και το πέμπτο λείπουν) και ακουμπά στο έδαφος με την τρίτη φάλαγγα, που περιβάλλεται από ισχυρή και στρογγυλωπή οπλή. Οι κινήσεις τις οποίες μπορεί να κάνει το ά. χωρίς να μετακινηθεί είναι η ανόρθωση (σούζα) και το λάκτισμα. Οι βηματισμοί του α., ιδιαίτερες φυσικές κινήσεις με τις οποίες προχωρά, είναι το βάδην, ο τροχασμός, o πλαγιοτροχασμός και o καλπασμός. Τα ά. είναι ικανά για αναπαραγωγή σε ηλικία 2 ή 3 ετών. Η περίοδος της κύησης διαρκεί από 331 έως 365 μέρες. Τα νεογέννητα (1 ή 2) θηλάζουν για περίπου πέντε μήνες το μητρικό γάλα, που είναι θρεπτικό όσο και το ανθρώπινο και γι’ αυτό μπορεί να καταναλωθεί και από τον άνθρωπο. Το κατοικίδιο ά. κατάγεται από το άγριο ά. από το οποίο είχαν επιζήσει δύο υποείδη: το ένα ζούσε έως το 1760 στη Ρωσία κατά μήκος του ποταμού Δον και ήταν χρώματος γκρίζου, γνωστό με το όνομα ταρπάν, ενώ το άλλο, το ά. Πρζεβάλσκι, που ανακαλύφθηκε γύρω στο 1870, εξακολουθεί να ζει στις στέπες του Κόμπντο μεταξύ Σιβηρίας και δυτικής Κίνας. To άλογο αυτό έχει τράχηλο κοντό, κεφάλι χοντρό, χαίτη ανορθωμένη, τρίχωμα κιτρινόξανθο (ισαβάιο). Όλα τα άλλα ά. που ζουν σήμερα στον κόσμο είναι κατοικίδια που ξαναγύρισαν στην άγρια κατάσταση.
Η κατάταξη των κατοικίδιων α. γίνεται με βάση τα ανατομικά χαρακτηριστικά τους. Με κριτήριο την πλάγια κατατομή του α. η φυλή ονομάζεται ευθύγραμμης κατατομής, αν το μέτωπο και το ρύγχος είναι ευθύγραμμα και η ράχη ευθεία και οριζόντια (όπως π.χ. στο αραβικό ά.)· κυρτής κατατομής, όταν το μέτωπο και το ρύγχος είναι κυρτά καθώς και η ράχη (όπως π.χ. στο βερβερικό ά.)· κοίλης κατατομής, όταν το μέτωπο είναι πεπλατυσμένο και η ράχη κοίλη (όπως π.χ. στο ά. της Καμάργκ). Μια άλλη πολύ συνηθισμένη κατάταξη διακρίνει τις διάφορες φυλές σε τρεις τύπους: δολιχόμορφο, με λυγερή γραμμή (ά. ιπποδρομιών), μεσόγραμμο (ά. ιππασίας και άμαξας) και βραχύμορφο με πλατείς γλουτούς και εύρωστο (ά. βαριάς έλξης). Το βάρος, το ανάστημα και το χρώμα του τριχώματος θεωρούνται δευτερεύοντα χαρακτηριστικά. Ωστόσο, η κοινότερη κατάταξη των α. είναι αυτή που γίνεται με βάση τη χρήση τους· έτσι τα ά. διακρίνονται σε ά. έλξης, ά. ιπποδρομιών, ά. ιππασίας κλπ.
Από τα ά. ιππασίας και ιπποδρομιών την πιο εκλεκτή φυλή, ακόμα και από αισθητική άποψη, την αντιπροσωπεύει το αραβικό ά. από το οποίο προέρχονται το τούρκικο ά., το συριακό ά. και, με διασταυρώσεις μεταξύ τους, το αγγλικό καθαρόαιμο και το αγγλοαραβικό καθαρόαιμο. Το αραβικό ά. κατάγεται από τα υψίπεδα της κεντρικής Ασίας· έχει μέτωπο και ρύγχος πεπλατυσμένα, μάτια μεγάλα με τις οφθαλμικές κόγχες προς τα έξω, αφτιά λεπτά, κλειδώσεις ξερές· το σώμα του έχει αρμονικές γραμμές, είναι κομψό και έχει ανεπτυγμένο αλλά όχι υπερβολικό μυϊκό σύστημα· έχει δέρμα μαλακό, τρίχωμα γκρίζο και κοντό. To βερβερικό ά. κατάγεται από την κεντρική Ασία και εκτρέφεται στη βόρεια Αφρική· όπως και το αραβικό, το βερβερικό ά. είναι άριστο άλογο ιππασίας, ταχύ και με μεγάλη αντοχή. Το ά. της Καμάργκ ζει στην περιοχή του δέλτα του Ροδανού και κατάγεται από ά. που ζούσαν κοντά στους πρωτόγονους ανθρώπους· είναι ζώο δυνατό και ευκίνητο. Με επιλογές και διασταυρώσεις αραβικών, αγγλικών και άλλων α. έχουν επιτευχθεί εκλεκτά ημικαθαρόαιμα ά., ταχύτατα και με ωραίες γραμμές, όπως το ά. των Πυρηναίων. Τα ά. έλξης έχουν πολύ ανεπτυγμένους μύες, κοντά πόδια και ισχυρές αρθρώσεις.
Για τα ιδιαίτερα σωματικά χαρακτηριστικά τους αξίζει να αναφερθούν και τα άλογα νάνοι ή πόνι· το ύψος τους στο ακρώμιο ποικίλλει ανάλογα με τη φυλή, από 1,30 έως 0,80 μ. Είναι ζώα δυνατά και με μεγάλη αντοχή, ενώ διακρίνονται για την πυκνή χαίτη, την παχιά ουρά και το πυκνό τρίχωμα. Ζουν στις στέπες της Μογγολίας και της Μαντζουρίας, αλλά και στην Κορσική, τη Βρετάνη, την Ισλανδία και τα νησιά Σέτλαντ, Β της Σκοτίας. Στην Ελλάδα, ά. της φυλής αυτής υπάρχουν στη Σκύρο· έχουν ύψος 1,10 - 1,15 μ. και ζουν σε ημιάγρια κατάσταση.
Ο άνθρωπος εξημέρωσε πολύ νωρίς το ά. που εξακολούθησε να έχει μεγάλη σημασία ως κινητήρια δύναμη για αιώνες, έως την εμφάνιση του κινητήρα εσωτερικής καύσης. Το πρώτο μισό του 19ου αι. σήμανε μάλιστα τον θρίαμβο του α., όταν αυτό χρησιμοποιήθηκε ακόμα και στην έλξη ταχυδρομικών αμαξών και τροχιοδρόμων. Ήταν η εποχή που όλες οι χερσαίες μεταφορές προσώπων και εμπορευμάτων βασίζονταν στο ά. και ένα πυκνό δίκτυο ταχυδρομικών αμαξών συνέδεε τα αστικά κέντρα με όλα τα μέρη του κόσμου. H πρόοδος της μηχανοποίησης στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες περιόρισε σημαντικά τον ρόλο του στους τομείς της γεωργίας και των μεταφορών. Εξακολουθεί ωστόσο να είναι αναντικατάστατο σε ορισμένες περιοχές όπου δύσκολα φτάνει το αυτοκίνητο ή εκεί όπου τα μηχανικά μέσα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν (Καμάργκ, γκάουτσος της Νότιας Αμερικής, έλξη ελκήθρου στις πολικές περιοχές).
Παλαιοντολογία. Οι ιππίδες εμφανίστηκαν εδώ και 60 εκατομμύρια χρόνια, στις αρχές του τριτογενούς. Ο σημερινός τύπος α. έχει προέλθει από τους μακρινούς αυτούς προγόνους με μια σειρά από διαδοχικές μεταβολές, που ουσιαστικά αναφέρονται στα δόντια, στα δάχτυλα των ποδιών και στο μέγεθος του ζώου. Τα δόντια με τις μεταβολές τους έτειναν γενικά να γίνουν πιο χοντρά και ειδικότερα οι γομφίοι να γίνουν όμοιοι με τους προγομφίους· η μασητική επιφάνειά τους πλουτίζεται με πτυχώσεις αδαμαντίνης, που ενώνονται έπειτα με οστεΐνη, η οποία εμφανίζεται για πρώτη φορά στα είδη του μειόκαινου. Έτσι το ά. από ζώο παμφάγο μεταβάλλεται σε χορτοφάγο. H προσαρμογή του στο τρέξιμο έγινε με τον περιορισμό του αριθμού των δαχτύλων (πρώτα από πέντε σε τρία και έπειτα σε ένα) και την επιμήκυνση των άκρων. Γίνεται επίσης συγκόλληση της ωλένης και της περόνης με την κερκίδα και το οστό της κνήμης, αντίστοιχα, και το πόδι μεταβάλλεται σε συνάρτηση με το βάρος του ζώου. Ως προς το μέγεθος, η αύξηση του αναστήματος δεν πρέπει να θεωρείται γενικό φαινόμενο· ωστόσο έχει γίνει αποδεκτό πως σημειώθηκε ένα πέρασμα από τις αρχικές μορφές μεγέθους αλεπούς στις μορφές του σημερινού τύπου α. (Μπορούμε να αναφέρουμε ως παράδειγμα ότι όλα τα απολιθώματα α. του ηωκαίνου αφορούν σε άτομα του ίδιου μεγέθους ή και μεγαλύτερα από το γνωστό ηώιππο ή υρακοθήριο του κατώτερου ηωκαίνου). Κατά κανόνα θεωρούνται δείγματα της φυλογενετικής σειράς τα ακόλουθα γένη: ηώιππος του κατώτερου ηωκαίνου (τέσσερα δάχτυλα στα μπροστινά πόδια, πέντε στα πίσω πόδια, μέγεθος αλεπούς)· ορόιππος του μέσου ηωκαίνου (προγόμφιοι και γομφίοι τείνουν να γίνουν όμοιοι, ωλένη και περόνη χωρισμένες)· επίιππος του ανώτερου ηωκαίνου (προγόμφιοι όμοιοι με τους γομφίους)· μεσόιππος του κατώτερου και μέσου ολιγοκαίνου (αύξηση του αναστήματος, τρία δάχτυλα που χρησιμοποιούνται, στα μπροστινά πόδια)· μειόιππος του ανώτερου ολιγοκαίνου (ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του αναστήματος, που φτάνει το ανάστημα μεγάλου τάπιρου)· παράιππος του κατώτερου μειοκαίνου (τα πλαϊνά δάχτυλα του ποδιού δεν ακουμπούν πια στο έδαφος, στα δόντια εμφανίζεται η οστεΐνη μέσα στις πτυχώσεις της αδαμαντίνης)· μερύιππος του μέσου μειοκαίνου (πιο εξελιγμένος)· πλειόιππος του κατώτερου πλειοκαίνου (λίγο μεγαλύτερος από τα ά. του μειοκαίνου, είχε το ανάστημα πόνι)· ίππος του πλειοκαίνου (τα πλαϊνά δάχτυλα έχουν μικρύνει ακόμα περισσότερο και γίνονται άχρηστες προεξοχές). Κατά τη διάρκεια του ανώτερου πλειστοκαίνου τα ά. εξαφανίζονται από την αμερικανική ήπειρο, όπου θα τα ξαναφέρει o άνθρωπος.
Από τον κύριο κλάδο των ιππιδών βγήκαν πλάγιοι κλάδοι, που δεν άφησαν απογόνους· τέτοιο παράδειγμα είναι το ιππάριον, ιθαγενές της Αμερικής, που εξαφανίζεται κατά το κατώτερο πλειόκαινο από την Ευρώπη· στην Ασία συναντάται ακόμα στα στρώματα του ανώτερου πλειοκαίνου και στην Αφρική στα στρώματα του κατώτερου πλειστοκαίνου.
Ιππασία. Είναι η τέχνη της ίππευσης και οδήγησης του α. σύμφωνα με ειδικούς κανόνες. Η ιππασία, στην πιο στοιχειώδη μορφή της, είναι τέχνη πανάρχαια και ανάγεται στους Σκύθες, που 19 αιώνες π.Χ. πολεμούσαν έφιπποι εναντίον των Αρείων. Αυτοί τη διέδωσαν, τον 10ο αι. π.Χ., στους Έλληνες, τους Αιγυπτίους και τους Ασσυρίους. Στην Ανατολή και στους αρχαίους μεσογειακούς πολιτισμούς οι δαμαστές αλόγων ή ιππείς απέκτησαν αμέσως ιδιαίτερη αίγλη, συχνά μάλιστα αποτελούσαν ιδιαίτερη τάξη, όπως στην αρχαία Αθήνα, στην οποία ανήκαν μόνο ευπατρίδες. Γενικά, στην αρχαία Ελλάδα θεωρούσαν την ιππασία ευγενή και χρήσιμη απασχόληση. Ο Ξενοφών μάλιστα στο έργο του Περί Ιππικής ασχολείται με την εκτροφή και την εκγύμναση του α. και διατυπώνει τους πρώτους κανόνες της ιππευτικής τέχνης, πολλοί από τους οποίους ισχύουν ακόμα. Στην αρχαία Ρώμη oι ιππείς (equites) ήταν οι άριστοι πολίτες και η ιππασία προνόμιο των πατρικίων.
Η αίγλη αυτή των ιππέων εξακολουθεί να υπάρχει και στον Μεσαίωνα, όπως αποδεικνύεται από τον ρόλο των ιπποτών στον πολιτικό και τον θρησκευτικό τομέα. Γύρω στο 1500, η καλή ιππασία ήταν προνόμιο των Ιταλών και ονομαστές σχολές ιππασίας άρχισαν να λειτουργούν στη Μάντοβα, στη Νάπολη και στην Πάντοβα. Λόγιοι με πραγματείες και κείμενα εξονυχιστικά κωδικοποίησαν την ιππευτική τέχνη και συνετέλεσαν έτσι στη δημιουργία της λεγόμενης υψηλής ιππασίας, που επηρέασε την ιππευτική τέχνη σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Τζαμπατίστα Πινιατέλι επινόησε το σύστημα διδασκαλίας με ιππευτήριο (ανοιχτός ή κλειστός χώρος άσκησης στην ιππασία), το οποίο έκανε διάσημο ο μαθητής του Ντε λα Μπρι με τη γαλλική σχολή. Τόσο η ιταλική όσο και η γαλλική σχολή μελέτησαν επιστημονικά την άρθρωση του α. τυποποιώντας στον μέγιστο βαθμό το σύστημα ίππευσης και οδήγησης. Με την ώθηση των δύο αυτών σχολών, η ιππευτική τέχνη έφτασε στον ύψιστο βαθμό τελειότητας παίρνοντας μερικές φορές –στην υψηλή ιππασία– μορφή ακροβατικών και χορευτικών κινήσεων. Ήδη, όμως, το 1724 ο Νικολό Ροσελμίνι με την πραγματεία του Περί ευπειθείας του αλόγου (Dell’ obbedienza del cavallo) διαμόρφωσε σε θεωρία ένα σύστημα οδήγησης εντελώς ορθολογιστικό εγκαταλείποντας τις επιδείξεις δεξιοτεχνίας και τον στομφώδη χαρακτήρα της υψηλής ιππασίας. Γεννήθηκε έτσι η λεγόμενη φυσική ιππασία, με σημαντικότερο εκπρόσωπό της (γύρω στο 1900) τον λοχαγό Φεντερίκο Καπρίλι της ονομαστής σχολής του Πινερόλο.
H φυσική ιππασία βασίζεται στην αρχή κατά την οποία το ά. πρέπει να αφήνεται να παίρνει μια φυσική θέση. Ο αναβάτης, παρότι επιβάλλει τη θέλησή του στο ά., φροντίζει να το ακολουθεί σε κάθε του ενέργεια αποφεύγοντας να του δημιουργεί δυσκολίες. Τη βασική τεχνική αυτού του είδους ιππασίας τη διαμορφώνει ο τρόπος με τον οποίο ο αναβάτης χρησιμοποιεί τα χέρια και τα πόδια του. Τα χέρια, μέσα από τα ηνία και τη στομίδα, πρέπει να βρίσκονται συνεχώς σε ελαφριά και ελαστική επαφή με το στόμα του α., το οποίο πρέπει να παρακινεί ο αναβάτης να βρει το έρεισμα, χωρίς όμως να θίγεται η ευαισθησία του. Τα πόδια, αντίθετα, περιζώνουν τα πλευρά του α. και με τις γάμπες ασκούν μια ελαφριά και συνεχή πίεση, έτσι που το ζώο να έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται συνεχώς υπό έλεγχο. Η τεχνική αυτή καθορίζει και τη θέση που παίρνει ο αναβάτης· κλίση του στήθους προς τα εμπρός και σχετική μετατόπιση των ποδιών προς τα πίσω.
Η υψηλή ιππασία, που γεννήθηκε στην Ιταλία και κωδικοποιήθηκε στη Γαλλία, βρίσκει σήμερα την πληρέστερη εφαρμογή της –για σκοπούς ουσιαστικά θεαματικούς– στη Βιέννη, όπου λειτουργεί η περίφημη ισπανική σχολή ιππασίας (Spanische Hofreitschule). Η εξειδικευμένη αυτή σχολή διαθέτει περίφημο ιππευτήριο, όπου οργανώνονται τακτικά επιδείξεις τις οποίες παρακολουθεί το κοινό με εισιτήριο. Σχεδόν όλα τα ά. προσφέρονται για εκγύμναση με το σύστημα της υψηλής ιππασίας, ιδιαίτερα κατάλληλα όμως είναι τα ά. της φυλής Λίπιτσα.
Σε αντίθεση με τη φυσική ιππασία, η υψηλή ιππασία επιβάλλει στο ά. μια καταναγκαστική ισορροπία. Η ενέργεια των χεριών και των ποδιών του αναβάτη είναι άκαμπτη και επιβάλλει στο ά. μια στάση ήρεμη και συγκρατημένη. Βασική αρχή της τεχνικής της υψηλής ιππασίας είναι να επιβάλλει στο ά. να ρίχνει το βάρος του στα οπίσθια και να λυγίζει τοξοειδώς τον λαιμό του. Γι’ αυτό και o αναβάτης κρατά το στήθος του εντελώς κάθετα, ενώ τα πόδια του, που στηρίζονται σε μακρύτερους αναβολείς, τοποθετούνται πιο μπροστά σε σχέση με τη φυσική ιππασία.
Η αθλητική ιππασία περιλαμβάνει διάφορα αγωνίσματα, από τα οποία κυριότερα είναι οι δρόμοι σε ανώμαλο έδαφος (cross), η υπερπήδηση εμποδίων, οι ιπποδρομίες και οι ακροβατικές επιδείξεις.
Η υπερπήδηση εμποδίων είναι δεξιότητα που αποκτάται με άσκηση. Στη φωτογραφία, ένα άλμα για την υπερπήδηση εμποδίου, που γίνεται σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες της ιππασίας.
Το αραβικό άλογο κατάγεται από τα υψίπεδα της κεντρικής Ασίας, είναι ταχύτατο και έχει πολύ μεγάλη αντοχή (φωτ. Hamwright).
Αγγλικό καθαρόαιμο, το οποίο δέχεται την περιποίηση στο ιπποφορβείο του (φωτ. Erre).
Τα ελάχιστα άγρια άλογα του είδους, γνωστά ως άλογα Πρζεβάλσκι, υπάρχουν τώρα μόνο σε ζωολογικούς κήπους.
Φοράδα της φυλής πόνι με το πουλάρι της. Τα μικρόσωμα αυτά άλογα (ύψος στο ακρώμιο έως 1,30 μ.) είναι εξαιρετικά δυνατά.
Άλογο έλξης της Βραβάντης (Βέλγιο), το οποίο διαθέτει μεγάλη δύναμη και σωματικά προσόντα που το καθιστούν κατάλληλο για εργασία (φωτ. Igda).
Τα πόνι είναι μικρόσωμα άλογα, πολύ δημοφιλή στη Μεγάλη Βρετανία.
Άλογα σε ειδικό εκτροφείο του Ζαΐρ, τα οποία φημίζονται για την αντοχή τους.
Πόνι σε αγρόκτημα της Ισλανδίας, οι κάτοικοι της οποίας διαθέτουν ειδικά εκτροφεία για άλογα του είδους αυτού.
Επιδείξεις τιθάσευσης αλόγων σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο αγροτικής περιοχής του Καναδά, οι κτηνοτρόφοι του οποίου, όπως άλλωστε και εκείνοι των ΗΠΑ, τρέφουν ιδιαίτερη αδυναμία στην εκτροφή αλόγων.
Άλογο ισλανδικής φυλής, το οποίο, λόγω της κατασκευής του, αντέχει πολύ στα ψυχρά κλίματα και έχει μεγάλη δύναμη.
Άλογο ιππασίας της καμπαρντινής φυλής, η οποία εκτρέφεται κυρίως στην περιοχή του Καυκάσου και της Μαύρης θάλασσας και φημίζεται για την αντοχή στο πολύωρο τρέξιμο.
Εκτός από τα άλογα ιπποδρομιών, στην Αγγλία εκτρέφονται και άλογα για ιδιώτες, κυρίως στις αγροτικές περιοχές, τα οποία έχουν μεγάλη αντοχή και φημίζονται για την άρτια σωματική τους διάπλαση.
Άλογο της αγγλικής φυλής Σάερ-Χορς.
Κινέζικο άλογο σε χαρακτηριστικό παλιό χειρόγραφο, ζωγραφισμένο με τη λεγόμενη τεχνοτροπία Ταγκ.
Άλογα της γαλλικής φυλής Καμάργκ.
Μικρό κοπάδι αλόγων της φύλης της Καμάργκ (στο δέλτα του γαλλικού ποταμού Ροδανού), τα οποία έχουν αφεθεί ελεύθερα και μεγαλώνουν σε ημιάγρια κατάσταση.
Η Σχολή ιππασίας σε περιοχή των σλοβενικών Άλπεων (φωτ. Πρεσβεία Σλοβενίας).
Άλογα σε φάρμα της Λίπιτσα, στη Σλοβενία (φωτ. Πρεσβεία Σλοβενίας).
Το άλογο εξημερώθηκε πολύ νωρίς από τον άνθρωπο κια στους αγροτικούς πληθυσμούς είναι αναπόσπαστο μέλος της καθημερινής ζωής (φωτ. Πρεσβεία Σλοβενίας).
Συχνά οι αναβάτες αναπτύσσουν ιδιαίτερες σχέσεις με τα άλογά τους (φωτ. Πρεσβείας Σλοβενίας).
Το διάγραμμα αυτό παρουσιάζει την εξέλιξη του αλόγου, που πραγματοποιήθηκε κατά την τριτογενή και οδήγησε από τον ηώιππο, με μέγεθος αλεπούς, στο σημερινό άλογο. Το μεγαλύτερο μέρος των ευρημάτων προέρχεται από εδάφη της Βόρειας Αμερικής, όπου σε στρώματα διαφόρων γεωλογικών εποχών υπάρχουν τα περισσότερα απολιθώματα αλόγων. Δεξιά, η εξέλιξη του άκρου του αλόγου στις διάφορες γεωλογικές εποχές.
* * *το (Μ ἄλογον, Ν και αλόγατο)το κατ’ εξοχήν χρήσιμο υποζύγιο, ο ίπποςνεοελλ.(φρ. «γυρίζει σαν τ’ άλογο στ’ αλώνι», γι’ αυτόν που ακατάπαυστα ασχολείται με χειρωνακτική και μονότονη εργασία«είναι άλογο χωρίς γκέμια», για τον ατίθασο«έχει άλογα στ’ αλώνι», γι' αυτόν που αρνείται να δεχτεί πρόσκληση«έχω τ’ άλογα στ’ αλώνι», τρώγω«... και πράσινα άλογα», παραλογισμοί, ασυναρτησίες«πράσινο άλογο ζητά», γι’ αυτόν που επιδιώκει τα αδύνατα«σαν άλογο βαρβάτο δεν βαστιέται», για τον ανυπόμονο«τα άλογα αποστάσανε» για τους υπερήλικες.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἵππος (ο και η), η λ. που χρησιμοποιούσαν σ’ όλη την αρχαία Ελληνική για τη δήλωση τού αντίστοιχου ζώου (από την ΙΕ ρ. *ekw o- «άλογο», πρβλ. αρχ. ινδ. aśva-s, αρχ. ιρλ. ech, πιθ. λατ. equus κ.ά., άρχισε ήδη στους μεταγενέστερους χρόνους και ιδίως στο τέλος τής αλεξανδρινής περιόδου να παραχωρεί τη θέση της στη λ. ἄλογον, ουδ. τού αρχ. επιθέτου ἄλογος «ο μη λογικός, αυτός που δεν έχει λογικό, λογική σκέψη».Η λ. ἄλογον, ως επίθ. αρχικά τής λ. ζῶον, χρησιμοποιήθηκε στη στρατιωτική γλώσσα τών μεταγενέστερων χρόνων για να διακριθούν τα ζώα («τὰ ἄλόγα ζῶα») από τους άνδρες τού στρατού, τις ανθρώπινες δυνάμεις. Από τη σύναψη «τῶν ἀλόγων ζώων» ειδικότερα προς τους «ἵππους», που τότε και για πολλούς αιώνες αποτελούσαν σημαντικό στοιχείο τής καθημερινής στρατιωτικής ζωής, η σημ. «ἄλογο (ζῶο)» περιορίστηκε να δηλώσει ειδικά «τὸν ἵππο».Ήδη στον Διόδωρο (23, 505) παραδίδεται: «ἀπώλεσαν μακρὰς ναῦς τριακοσίας τεσσαράκοντα, ἱππαγωγοὺς δὲ καὶ πλοῖα ἕτερα τριακόσια, ἀπό δὲ Καμαρίνης ἕως Παχύνου τὰ σώματα καὶ τὰ ἄλόγα καὶ τὰ ναυάγια ἔκειντο». Στους βυζαντινούς και στους μετέπειτα χρόνους χρησιμοποιήθηκε επίσης για τη δήλωση τού αλόγου η λ. φάρας και το υποκορ. φαρίον, που κατέληξε στο φαρὶ (πρβλ. και μσν. άνω γερμ. varis), από το αραβ. fāris «ιππέας, καβαλάρης».Η λ. καβάλλης («εργάτης ίππος» Ησύχ.) δεν επέδωσε στην Ελληνική, αντίθετα προς το λατ. caballus «ευνουχισμένο άλογο - άλογο δουλειάς - άλογο (γενικά)», από όπου προήλθε. Από το λατ. caballus προήλθαν αντιθέτως διάφορες συναφείς λέξεις τών ρωμανικών γλωσσών (πρβλ. λ.χ. γαλλ. cheval «άλογο», chevalier «ιππότης», από όπου το αγγλ. chivalry «ιπποτισμός», ισπαν. caballo και ιταλ. cavallo «άλογο» και ισπαν. caballero, ιταλ. cavaliere «καβαλάρης, ιππέας» κ.ά.) καθώς και το ελλην. καβαλ(λ)άρης «ο ιππέας».Η αρχ. λ. ὀχεῖον «ο επιβήτορας» χρησιμοποιήθηκε, με στένωση της σημασίας της, για να δηλώσει ειδικότερα «τo άλογο, τον ίππο», ενώ στους νεώτερους χρόνους η ίδια σημασία δηλώθηκε ως βαρβάτο ἄλογο (< μσν. βαρβάτος < λατ. barbatus «ο γενειοφόρος» — ο γενειοφόρος άντρας, ο αρρενωπός, ανδροπρεπής, κατ’αντίθεση προς τον ευνούχο). Τέλος η τουρκ. λ. at «άλογο» πέρασε στην Ελληνική ως άτι, που χρησιμοποιήθηκε πολύ στη δημώδη Ελληνική (δημοτ. τραγούδια κ.ά.), καθώς και σε άλλες βαλκανικές γλώσσες (αρχ. Ρουμανική, Σερβοκροατική). Μορφολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τ. πληθ. αλόγατα, από όπου και ο ενικ. τ. αλόγατο.Τέτοιοι τύποι πληθυντικού σε -τα από ουδ. ουσιαστικά σε -ο ή -ος (ονείρατα, προσώπατα — πάθητα, βάθητα κ.ά.) σχηματίστηκαν ήδη στην αρχαία (ὀνείρατα, προσώπατα) αναλογικά προς τα περιττοσύλλαβα ουσιαστικά τού τύπου ὀνόματα, πράγματα, σώματα.Παράγωγα και σύνθετα τής λέξης άλογοΠΑΡ. νεοελλ. αλόγα, αλογάκι, αλογάρα, αλόγαρος, αλογάς, αλογατάκι, αλογατένιος, αλόγατο, αλογήσιος, αλογιά, αλογίνα, αλογινός, αλογίτικος, αλογόπουλο.ΣΥΝΘ. μσν. αλογοτριπλοντέληνοςνεοελλ.αλογάνθρωπος, αλογάχναρο, αλογόβεργα, αλογόβιτσα, αλογοβορός, αλογοβοσκός, αλογοβουνιά, αλογογελάδια, αλογογιατρός, αλογόδοντο, αλογοζεύγαρο, αλογοθηλειά, αλογοκάραβο, αλογοκάρφι, αλογοκλέφτης, αλογόκομπος, αλογοκριθή, αλογοκυλίστρα, αλογολάτης, αλογολίβαδο, αλογολίθι, αλογόμαντρα, αλογομούλαρο, αλογομούρης, αλογόμυγα, αλογόμυλος, αλογονταρντάνα, αλογοουρά, αλογοπάζαρο, αλογοπάτημα, αλογοπατημασιά, αλογοπεταλιά, αλογόπετρα, αλογοπέτσι, αλογοπούλαρο, αλογοράβδι, αλογοσάμαρο, αλογοσέλινο, αλογοσέρνω, αλογοσίδερο, αλογόσταυλος, αλογόστανη, αλογόστροφος, αλογοσύρτης, αλογοταγή, αλογοτόμαρο, αλογότριχα, αλογοφαγάς, αλογοφόρτι, αλογοφουρτούνα.
Dictionary of Greek. 2013.